αβακης

αβακης
    ἀβακής
    ἀ-βᾰκής
    2
    бессловесный, т.е. простоватый, наивный
    

(φρήν Sappho)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αβακης" в других словарях:

  • αβακής — ἀβακής ές (Α) (αιολ. αιτ. ἀβάκην) συνήθως ερμηνεύεται: ήρεμος, ήσυχος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ στερητ. + βάζω (= ομιλώ), οπότε ἀβακής = άλαλος, άφωνος (πρβλ. Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀβακής — speechless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακέως — ἀβακής speechless adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… …   Dictionary of Greek

  • αβακέω — ἀβακέω (Α) [ἀβακής] (μόνο στον αόρ.) συνήθως ερμηνεύεται: δεν δίνω προσοχή …   Dictionary of Greek

  • ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»